πρηκτήρ

πρηκτήρ
πρακτήρ
doer
masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρηκτήρ — ὁ, Α ιων. τ. βλ. πρακτήρ …   Dictionary of Greek

  • πρακτήρ — ήρος, ιων. τ. πρηκτήρ, ὁ, Α 1. αυτός που πράττει κάτι, εκτελεστής 2. πράκτορας, εισπράκτορας φόρων 3. πληθ. οἱ πρακτῆρες έμποροι, πραματευτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα τήρ (πρβλ. φρακ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”